- καταχήνη
- καταχήνηfloutingfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταχήνη — καταχήνη, ἡ (Α) 1. περίγελος, εμπαιγμός κοροϊδία («ἆρ οὐ μεγάλη τοῡτ ἔστ ἀρχὴ καὶ τοῡ πλούτου καταχήνη;», Αριστοφ.) 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Καταχῆναι τίτλος ενός δράματος επιγρ. 3. (κατά τον Ησύχ.) είδος φυλαχτού κατά τής βασκανίας, με σχήμα … Dictionary of Greek
καταχήνῃ — καταχήνη flouting fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχήνην — καταχήνη flouting fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχήνης — καταχήνη flouting fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχάσμησις — καταχάσμησις, ἡ (Α) [καταχασμώμαι] γλώσσα για το καταχήνη* … Dictionary of Greek